- οικόσιτος
- -η, -ο (Α οἰκόσιτος, -ον)αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτιαρχ.1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ' οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν», Λουκιαν.)2. αυτός που εκτελεί δημόσια υπηρεσία αμισθί3. αυτός που δεν έχει πληρωθεί για κάτι, απλήρωτος4. (για στρατιώτη) αυτός που σιτίζεται με δική του μέριμνα («ἑτέρους δὲ μύριους ὑπισχνεῑται καταφράκτους καὶ τρισμυρίους πεζοὺς οἰκοσίτους», Πλούτ.)5. αυτός που τρώει συνήθως δωρεάν, παράσιτος6. (για ποντικό) αυτός που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι, σε αντιδιαστολή προς τον αρουραίο7. αυτός που καταστρέφει ή σφετερίζεται την οικογενειακή περιουσία8. φρ. α) «οἰκόσιτος νυμφίος» — ο γαμπρός που δεν έπαιρνε προίκα ή μερίδιο κληρονομιάς ή που δεν ενδιαφερόταν για την προίκαβ) «οἰκόσιτος γάμος» — γάμος που τελούνταν σε στενό οικογεναικό κύκλογ) «οἰκόσιτον μισθοῡμαι» — προσλαμβάνω υπηρέτη με μισθό πληρώνοντας και το φαγητό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -σίτος (< σῖτος), πρβλ. κακό-σιτος, μετριό-σιτος].
Dictionary of Greek. 2013.